- λιπαντικός
- -ή, -ό(Α λιπαντικός, -ή, -όν) [λιπαίνω]αυτός που αναφέρεται στη λίπανση ή χρησιμεύει για λίπανσηνεοελλ.το ουδ. ως ουσ. το λιπαντικό(χημ. τεχνολ.) στερεό ή ρευστό προϊόν που χρησιμοποιείται για να μειώνει την τριβή και τη φθορά δύο τριβόμενων επιφανειών, όπως είναι λ.χ. οι επιφάνειες τών κινούμενων μερών μιας μηχανής.
Dictionary of Greek. 2013.