λιπαντικός

λιπαντικός
-ή, -ό
(Α λιπαντικός, -ή, -όν) [λιπαίνω]
αυτός που αναφέρεται στη λίπανση ή χρησιμεύει για λίπανση
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το λιπαντικό
(χημ. τεχνολ.) στερεό ή ρευστό προϊόν που χρησιμοποιείται για να μειώνει την τριβή και τη φθορά δύο τριβόμενων επιφανειών, όπως είναι λ.χ. οι επιφάνειες τών κινούμενων μερών μιας μηχανής.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • λιπαντικός — ή, ό ο σχετικός με τη λίπανση: Λιπαντικές ουσίες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λιπαντικῷ — λιπαντικός of masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -τικός — παραγωγική κατάληξη επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, η οποία αποτελεί άλλη μορφή τής κατάληξης ικός (για την προέλευση και τις χρήσεις, βλ. λ. ικός) που απαντούσε αρχικά σε επίθετα παράγωγα τών ονομάτων σε της* και τών ρηματικών επιθέτων …   Dictionary of Greek

  • λιπαίνω — (AM λιπαίνω) [λίπα] 1. επιχρίω, αλείφω με λίπος ή με άλλη λιπαρή ουσία («λιπαίνειν τὴν κεφαλὴν ἐλαίῳ», Ιπποκρ.) 2. λαδώνω ένα περιστρεφόμενο εξάρτημα, ιδίως άξονα, μηχανήματος για να τό προστατεύσω και να τό συντηρήσω από τη φθορά που γίνεται με… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”